- Πριαπισταί
- Πρῐαπ-ισταί, οἱ,A worshippers of Priapus, Ausonia 4.242 (Crete, i B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πριαπισταί — οἱ, Α [πριαπίζω] οι λάτρεις τού Πριάπου … Dictionary of Greek